Αρχίζουμε με μερικά βασικά πράγματα, τα οποία θα μας βοηθήσουν να εκτιμήσουμε τα επαναστατικά βήματα που έχει κάνει η επιστήμη στην αντιμετώπιση της νόσου.
Η μεσογειακή αναιμία είναι μια κληρονομική μορφή σοβαρής αναιμίας. Στη μεσογειακή αναιμία, ο οργανισμός δεν μπορεί να συνθέσει μόνος του την αιμοσφαιρίνη, βασικό συστατικό του αίματος.
Μεταδίδεται στο παιδί από γονείς υγιείς, οι οποίοι όμως είναι φορείς του παθολογικού γονιδίου της β-σφαιρίνης (δηλαδή οι γονείς έχουν το «στίγμα», αν και ο όρος αυτός δεν χρησιμοποιείται πλέον).
Η νόσος αρχικά απασχόλησε τις χώρες της Μεσογείου και τη Νοτιοανατολική Ασία. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της μετακίνησης των πληθυσμών, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τη χαρακτήρισε παγκόσμιο πρόβλημα. Κάθε χρόνο γεννιούνται 300.000 παιδιά με μεσογειακή αναιμία.
Τα βασικά συμπτώματα της μεσογειακής αναιμίας είναι ωχρότητα, ατονία, προβλήματα στην ανάπτυξη του σκελετού. Τα συμπτώματα εκδηλώνονται συνήθως μετά τον πρώτο χρόνο ζωής του παιδιού.
Με συχνές μεταγγίσεις αίματος (περίπου κάθε 10-15 ημέρες), ώστε η αιμοσφαιρίνη του ασθενούς να διατηρείται σε ικανοποιητικό επίπεδο (10 g/dl).
Οι συνεχείς μεταγγίσεις, όμως, επιβαρύνουν τον οργανισμό με υπερβολική ποσότητα σιδήρου, που είναι επιβλαβής για πολλά ζωτικά όργανα (καρδιά, ήπαρ, ενδοκρινείς αδένες). Μάλιστα, παλαιότερα το συχνότερο αίτιο θανάτου όσων έπασχαν από μεσογειακή αναιμία ήταν η καρδιακή ανεπάρκεια.
Τη δεκαετία του ’60, όμως, παρουσιάστηκε ένα επαναστατικό ενέσιμο φάρμακο που αφαιρούσε την περίσσεια του σιδήρου από τον οργανισμό. Στην Ελλάδα, το φάρμακο αυτό ήρθε στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Επιπλέον, το 2000 και το 2006 κυκλοφόρησαν χάπια που βοηθούν στην «αποσιδήρωση» του οργανισμού, με θεαματικά αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου